συμφωνότεροι, οἱ
Ερμηνεία:
[συμφωνότερος, -η, -ο (συγκριτικός βαθμός του επιθ. σύμφωνος (αυτός που συμφωνεί με κάτι ή με κάποιον, αυτός που έχει την ίδια αντίληψη και γνώμη με κάποιον ή κάποιους)]
Ετυμολογία:
[< συν + -φωνος < φωνή, (Όμηρ.) φονέω (εκπέμπω ήχο από το στόμα, φωνάζω, βγάζω φωνή), Καινή Διαθήκη συμφωνέω 6 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… Ὅλοι αὐτοὶ ὑπῆρξαν εὐτυχεῖς ἐναντίον πρὸς τὸν στίχον τοῦ Ἰταλοῦ ποιητοῦ, καὶ συμφωνότεροι πρὸς τὸν ὁρισμὸν τοῦ ἀρχαίου φιλοσόφου· εὐτυχεῖς διότι δὲν ὑπῆρξαν. …[Άσπρη σαν το χιόνι]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|